χοιροπωλέω
English (LSJ)
(χοῖρος 1.2) to be a prostitute, Suid. s.v. χοῖρος.
German (Pape)
[Seite 1362] Schweine verkaufen. – Die Schaam verkaufen, von Huren, Suid.; Plut. proverb. 92.
Greek (Liddell-Scott)
χοιροπωλέω: (χοῖρος Ι. 2), εἶμαι πόρνη, Σουΐδ. ἐν λέξει χοῖρος.