χαμαιτυπία

Revision as of 10:27, 17 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, prostitution, whoredom, Alciphr.3.64, Man. 4.353.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτῠπία: ἡ, πορνεία, περὶ χαμαιτυπίας εἱλεῖσθαι (ἔνθα ὁ Ber…ler διορθοῖ: περὶ χαμαιτυπεῖα): νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον Ἀλαίφρων 3. 64· ἐκ ... χαμαιτυπίης ἕξει βίον εὔπορον ἀεὶ Μανέθων 4, 353.

Greek Monolingual

και ιων. τ. χαμαιτυπίη, ἡ, Α χαμαιτυπῶ
η πορνεία.

German (Pape)

ἡ, das Leben einer Gassenhure, Hurerei, Alciphr. 3.64; Hesych.