νύκτωρ
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
English (LSJ)
Adv., (νύξ) by night, Hes.Op.177, Archil.46, S.Aj.47, Ar.Nu.173, Th.258, Antipho 5.26,44, Lys.1.14, 3.6, Pl.Grg.471b, PHal.1.194(iii B. C.), etc.:—the only Adv. of this form, Hdn.Gr.2.952.
German (Pape)
[Seite 268] bei Racht, des Nachts; Hes. O. 179; Soph. Ai. 47. 1035; Eur. Bacch. 469; sp. D., wie Diosc. 2 (XII, 14); in Prosa, Antiph. 5, 26. 44; Plat. Gorg. 471 b u. öfter, wie Xen.; Lys. 1, 14; Dem. 24, 113, im Gegensatz von μεθ' ἡμέρας; Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
qui va pendant la nuit, qui agit pendant la nuit.
Étymologie: νύξ.
Russian (Dvoretsky)
νύκτωρ: adv. в ночное время, ночью Hes., Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νύκτωρ: Ἐπίρρ. (νὺξ) = διὰ νυκτός, Λατ. noctu, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 175, Ἀρχίλ. 43, Σοφ. Αἴ. 47, κτλ.· - ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζογράφοις, Ἀριστοφ. Νεφ. 173, Θεσμ. 258, Ἀντιφῶν 5. 26, 44, Λυσ. 93. 1., 96. 46, Πλάτ., κτλ., - τὸ μόνον ἐπίρρ. τοιούτου τύπου, Ἡρῳδιαν. π. μον. Λέξ. 46.
Greek Monolingual
(Α νύκτωρ)
επίρρ. κατά τη νύχτα («νύκτωρ ἐφ' ὑμᾱς... ὁρμᾱται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός με επίθημα σε -ρ-, πρβλ. νύκτερος (για το ζεύγος νύκτωρ - νύκτερος, πρβλ. ὕδωρ - ὕδερος). Βλ. και λ. νύχτα].
Greek Monotonic
νύκτωρ: (νύξ), επίρρ., κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
Mantoulidis Etymological
(ἐπίρρ.=κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας). Ἀπό τό νύξ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.