ποδαγράω

Revision as of 10:04, 18 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

have gout in the feet, Ar.Pl.559, Pl.Alc.2.139e; of a foot disease in oxen, Arist.HA575b8; in dogs, Ael.NA 4.40.

German (Pape)

[Seite 642] an der Fußgicht, dem Podagra leiden, Ar. Plut. 559 Plat. Alc. II, 139 e u. Sp., wie Ammian. 12 (XI, 229), Strat. 82 (XII, 243).

French (Bailly abrégé)

ποδαγρῶ :
avoir la goutte aux pieds, être podagre.
Étymologie: ποδάγρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαγράω en ποδαγριάω [ποδάγρα] geneesk. aan jicht lijden.

Russian (Dvoretsky)

ποδαγράω: страдать подагрой (в ногах) Arph., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαγράω: ἔχω ἀρθρῖτιν εἰς τοὺς πόδας (πρβλ. χειραγράω), Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 139Ε· ἐπὶ ὁμοίας νόσου τῶν βοῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5· τῶν κυνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40. ― Περὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ποδαγριάω ἐν Ἱππ. Ἀφ. 6. 28-30, Γαλην., κλπ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 80.

Greek Monotonic

ποδαγράω: έχω αρθρίτιδα στα πόδια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ποδαγράω, [from ποδάγρα
to have gout in the feet, Ar.