δυσπρόσοιστος

Revision as of 06:45, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσπρόσοιστον, hard to approach, στόμα S.OC1277.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.

German (Pape)

[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοιστος: προσοίσω досл. неприступный, перен. неприветливый, неласковый (στόμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.

Greek Monolingual

δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.

Greek Monotonic

δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-πρόσοιστος, ον [προσοίσομαι, fut. mid. of προσφέρω
hard to approach, Soph.

English (Woodhouse)

unapproachable