λαμπαδεύω

Revision as of 06:45, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A make into a λαμπάς, D.S.20.7.
II Pass., to be lighted by torches, Sch.S.OC1048.
2 to be handed on like a torch (in the race), Ph. 1.478.
III Med., = λαμπαδίζω, Ael.Fr.286.

German (Pape)

[Seite 11] zur Fackel machen, als Fackel brauchen, ἁπάσας τὰς ναῦς D. Sic. 20, 7. – Im med. = λαμπαδίζω, Schol. Soph. O. C. 1047.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδεύω: превращать в горящие факелы, т. е. сжигать (ἁπάσας τὰς ναῦς Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδεύω: καίω, κατακαίω, λαμπαδεύσειν ἁπάσας τὰς ναῦς Διόδ. 20. 7. ΙΙ. Παθ., καταλάμπομαι, φωταγωγοῦμαι διὰ λαμπάδων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1047. 2) μεταδίδομαι διαδοχικῶς ὡς ἡ λαμπὰς (ἐν τῷ ἀγῶνι τῆς λαμπαδηδρομίας), Φίλων 1. 478. 3) = λαμπαδίζω. Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

λαμπαδεύωλαμπάς
1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῖς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῖς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῦς», Διόδ.)
2. μέσ. λαμπαδεύομαι
λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία
3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες.