λαμπαδίζω

English (LSJ)

run the torch-race, Sch.Ar.Ra.131; take part in a torch-bearing procession, τοὺς λαμπαδίξοντας (Dor. fut.) SIG671 A11 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 11] die Fackel halten u. damit einen Wettlauf halten, Schol. Ar. Ran. 131.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδίζω: λαμβάνω μέρος ἐν τῇ λαμπαδηδρομίᾳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131.

Greek Monolingual

λαμπαδίζω (Α) λαμπάς
λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία.