= ἀποστερέω, S.OC376.
privar c. ac. de pers. y gen. de cosa Πολυνείκη θρόνων S.OC 376.
[Seite 327] = ἀποστερέω, τινά τινος Soph. O. C. 377.
c. ἀποστερέω.Étymologie: ἀπό, στερίσκω.
ἀποστερίσκω: = ἀποστερέω, σε Σοφ.
ἀποστερίσκω: Soph. и ἀποστέρω Isocr. = ἀποστερέω.
ἀποστερέω = ἀποστερέω