εἰστρέχω
English (LSJ)
aor. I subj.
A εἰσθρέξωσιν Lyc.1163 : aor. 2 -έδρᾰμον Th. 4.67, Theoc.13.24 : pf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.146 :—run in, Th. l.c.; εἰσέδραμε Φᾶσιν, of a ship, Theoc. l.c. ; ἡ θεὸς (sc.ποδάγρα) διὰ ποδῶν εἰ. Luc.Ocyp.Praef.
German (Pape)
[Seite 746] (s. τρέχω), hineinlaufen; ἐςέδραμον Thuc. 4, 67; ἐςδράμοιεν 4, 111; Φᾶσιν εἰσέδραμε, vom Schiffe, Theocr. 13, 23; den aor. εἰσθρέξωσιν hat Lycophr. 1163.