εἰστρέχω
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
aor. I subj. εἰσθρέξωσιν Lyc.1163: aor. 2 -έδρᾰμον Th. 4.67, Theoc.13.24: pf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.146:—run in, Th. l.c.; εἰσέδραμε Φᾶσιν, of a ship, Theoc. l.c.; ἡ θεὸς (sc. ποδάγρα) διὰ ποδῶν εἰ. Luc.Ocyp.Praef.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Th.4.67
• Morfología: [aor. ind. -έδραμον Th.l.c., Theoc.13.23, subj. 3a plu. εἰσθρέξωσιν Lyc.1163; perf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.361]
1 de pers. entrar corriendo, entrar apresuradamente c. εἰς y ac. εἰς τὸ πρυτανεῖον Ar.Eq.281, εἰς τὸ δωμάτιον Hld.1.17.3, εἰς τὸν θάλαμον Hld.7.9.4, c. adv. rel. ἐσέδραμον οὗ νῦν τὸ τροπαῖόν ἐστι Th.l.c., εἴσω Men.Sam.361, cf. 252, c. ac. de direcc. δόμους Lyc.l.c., τὸν τοῦ Βαὰλ οἶκον I.AI 9.154, c. compl. sobrentendido por cont. ἀπολαβεῖν τοὺς εἰστρέχοντας πολεμίους detener a los enemigos que entran precipitadamente en la ciudad, Aen.Tact.39.4, εἰσδραμοῦσα entrando deprisa, Act.Ap.12.14, cf. Babr.31.18, Erot.Fr.Pap.Chion.(?) p.308, Ach.Tat.1.7.3
•de barcos entrar velozmente, dirigirse velozmente hacia εἰς τὸν λιμένα Plb.1.44.6, c. ac. de direcc. βαθὺν δ' εἰσέδραμε Φᾶσιν la nave Argo, Theoc.l.c.
•fig., c. ac. de pers. entrar en, apoderarse de πάθος ... διακένου δόξης εἰσδεδράμηκέ τινα τῶν ... ἀποστόλων un sentimiento de vanagloria se ha apoderado de uno de los apóstoles Cyr.Al.Luc.1.89.19.
2 c. πρός y ac. de pers. acudir corriendo πρὸς τὴν μητέρα Polyaen.6.1.2, πρός με Ach.Tat.2.23.3, περίφοβος εἰσέδραμε πρὸς τὴν Καλλιρρόην Charito 2.7.2.
German (Pape)
[Seite 746] (s. τρέχω), hineinlaufen; ἐςέδραμον Thuc. 4, 67; ἐςδράμοιεν 4, 111; Φᾶσιν εἰσέδραμε, vom Schiffe, Theocr. 13, 23; den aor. εἰσθρέξωσιν hat Lycophr. 1163.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐστρέχω;
f. εἰσθρέξομαι, ao.2 εἰσέδραμον;
1 courir ou se précipiter dans;
2 courir sur ou vers.
Étymologie: εἰς, τρέχω.
Russian (Dvoretsky)
εἰστρέχω: староатт. ἐστρέχω (fut. εἰσδραμοῦμαι, aor. εἰσέδραμον) вбегать, врываться, устремляться (οἱ περίπολοι ἐσέδραμον Thuc.; τῶν ξένων εἰσδραμόντων Plut.; ναῦς βαθὺν εἰσέδραμε Φᾶσιν Theocr.): εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι ἕκαστος ἐδύνατο Xen. ворвавшись, они стали грабить кто что мог.
Greek (Liddell-Scott)
εἰστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀόρ. β΄ -έδρᾰμον: - τρέχω ἐντὸς εἰς, Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι ἐσέδραμον Θουκ. 4. 67· βαθὺν δ’ εἰσέδραμε Φᾶσιν, ἐπὶ πλοίου, Θεόκρ. 13. 23.
English (Strong)
from εἰς and τρέχω; to hasten inward: run in.
English (Thayer)
2nd aorist εἰσέδραμον; to run in: Thucydides, Xenophon, others.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰστρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· τρέχω προς, σε Θουκ.· με αιτ., τρέχω μέσα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 -έδρᾰμον
to run in, Thuc.; c. acc. to run into, Theocr.
Chinese
原文音譯:e„stršcw 誒士-特雷何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:進入-跑
字義溯源:急忙向內,跑進去,跑去;由(εἰς)*=到,進入)與(τρέχω)*=跑)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 跑去(1) 徒12:14