πρόσβορρος

Revision as of 08:21, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion'' ")

English (LSJ)

πρόσβορρον, towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr. HP 9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.

German (Pape)

πρόσβορος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσβορρος: обращенный к северу (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις (v.l. πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].

Greek Monotonic

πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.

Middle Liddell

πρόσ-βορρος, ον, [βορρᾶς]
exposed to the north, Eur.

English (Woodhouse)

northern