ἐλαφρός

Revision as of 19:21, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

ά, όν, and in Pi.N.5.20 ός, όν: (v. ἐλαχύς);—

   A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450; ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23; πῦρ Parm.8.57; opp. βαρύς, Pl.Ti.63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 (Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240.    2 light to bear, easy, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Il.22.287; συμφ ορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Antipho 3.3.12; πόνος -ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241: later, Comp. ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173; ἐλαφρόν [ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr.265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154; οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.    3 light of digestion, Plu.2.137a.    4 shallow, διάπλους Peripl.M.Rubr.55; δῖναι ib.40.    5 Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.    II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122; ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745; ἐλαφρότατος ποσσί 23.749; χεῖρες . . ἐπαΐσσονται ἐ. ib.628; κίρκος . . ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr.125 (anap.); ἐ. ποδί ib.281 (anap.); γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20; ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.Fr.anon.391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 (Gortyn). Adv. -ρῶς nimbly, Ar.Ach.217; ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12.    III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba.851.    b gentle, mild, σφᾶς αὐτοὺς -οτάτους τοῖς συνοῦσι παρέχοντας Isoc.12.31, cf. Pl.Ep.360c.    2 small, ποταμός Plb.16.17.7; of small power or strength, πόλεις Id.5.62.6.    3 relieved of a burden, ψυχὴ ἐ. καὶ δι' αὑτῆς Plot.4.3.32.    IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 792] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήθης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.