σκυλεία
English (LSJ)
ἡ, despoiling, plundering, LXX 1 Ma.4.23.
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, Plünderung, Beraubung, bes. des getödteten Feindes, Maccab.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡλεία: ἡ, σκύλευσις, λαφυραγωγία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 23).
Greek Monolingual
ἡ Α σκυλεύω
σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ).