κατολολύζω

Revision as of 07:42, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.

French (Bailly abrégé)

pousser un cri de triomphe sur ou pousser un cri de triomphe au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολολύζω bejubelen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

κατολολύζω: сопровождать криком, восклицать: κατολολυξάτω θύματος Aesch. (Эринии), издайте (ликующий) возглас над жертвой.

Greek Monolingual

κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].

Greek Monotonic

κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.

Middle Liddell

fut. ξω
to shriek over a thing, c. gen., Aesch.