κτερίσματα

Revision as of 07:28, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τά, = κτέρεα, only pl., S.OC1410, El.434,931, E.Supp.309, Tr.1249, Hel.1391.

German (Pape)

[Seite 1518] τά, = κτέρεα, alles zur feierlichen Bestattung eines Todten Gehörige; μή μ' ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ' ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν Soph. O. C. 1412; – auch = die Todtenopfer; τοῦ γὰρ ἀνθρώπων ποτ' ἦν τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφον κτερίσματα El. 919, vgl. 426; εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων Eur. Troad. 1249, vgl. Hel. 1407.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
cérémonie funéraire, honneurs funèbres ; offrandes funéraires déposées sur le tombeau.
Étymologie: κτερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτερίσματα -ων, τά [κτερίζω] meestal plur. dodengaven, grafgeschenken:. ἱστάναι κτερίσματ’ grafgeschenken neerzetten Soph. El. 434.

Russian (Dvoretsky)

κτερίσματα: τά
1 погребальные обряды, торжественные похороны: νεκροὺς κτερισμάτων λαχεῖν Eur. совершать погребальные обряды над мертвецами;
2 погребальные дары (πατρὸς πρὸς τάφον Soph.).

Greek Monotonic

κτερίσματα: τά = κτέρεα, χρήση μόνο στον πληθ., σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κτερίσματα: τά = κτέρεα καὶ ὡς αὐτό, ἐν χρήσει κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 1410, Ἠλ. 434, 931, Εὐρ. Ἱκ. 309, Τρῳ 1249, Ἑλ. 1391.

Middle Liddell

κτερίσματα, τά, = κτέρεα, Soph., Eur.] only used in plural,]

English (Woodhouse)

funeral gifts, funeral honours, last offices to the dead, last offices, offerings to the dead

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κτερίζω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κτῶμαι.