διπόταμος

Revision as of 07:28, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διπόταμον, between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

German (Pape)

πόλις, an zwei Flüssen, Theben, Eur. Suppl. 641.

Russian (Dvoretsky)

διπότᾰμος: двуречный, омываемый двумя реками (πόλις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.

Middle Liddell

δῐ-πότᾰμος, ον adj
between two rivers, Eur.