ἀρτίπλουτος

Revision as of 07:31, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀρτίπλουτον, newly gotten, χρήματα E.Supp.742.

Spanish (DGE)

-ον
de nuevo rico λαβὼν ... ἀρτίπλουτα χρήματα ὕβριζ' E.Supp.742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui consiste en richesses récemment acquises.
Étymologie: ἄρτι, πλοῦτος.

German (Pape)

χρήματα, neuer Reichtum, Eur. Suppl. 764.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίπλουτος: недавно нажитой (χρήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίπλουτος: -ον, ὁ ἀρτίως κερδανθείς, κτηθείς, ἀρτίπλουτα χρήματα Εὐρ. Ἱκ. 742· πρβλ. ἀρχαιόπλουτος.

Greek Monolingual

ἀρτίπλουτος, -ον (Α)
αυτός που αποκτήθηκε πολύ πρόσφατα.

Greek Monotonic

ἀρτίπλουτος: -ον, αυτός που αποκτήθηκε πρόσφατα, χρήματα, σε Ευρ.

Middle Liddell

newly gotten, χρήματα Eur.