ἀρτίπλουτος
English (LSJ)
ἀρτίπλουτον, newly gotten, χρήματα E.Supp.742.
Spanish (DGE)
-ον
de nuevo rico λαβὼν ... ἀρτίπλουτα χρήματα ὕβριζ' E.Supp.742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui consiste en richesses récemment acquises.
Étymologie: ἄρτι, πλοῦτος.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίπλουτος: недавно нажитой (χρήματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίπλουτος: -ον, ὁ ἀρτίως κερδανθείς, κτηθείς, ἀρτίπλουτα χρήματα Εὐρ. Ἱκ. 742· πρβλ. ἀρχαιόπλουτος.
Greek Monolingual
ἀρτίπλουτος, -ον (Α)
αυτός που αποκτήθηκε πολύ πρόσφατα.
Greek Monotonic
ἀρτίπλουτος: -ον, αυτός που αποκτήθηκε πρόσφατα, χρήματα, σε Ευρ.
Middle Liddell
newly gotten, χρήματα Eur.