εἰσάλλομαι

Revision as of 19:22, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

Ep. 3sg. aor. 2 ἐσᾶλτο:—

   A spring or rush into, ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Il.12.438; πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο 13.679, cf. 12.466 ; πύργον -όμενοι Pi.O.8.38 ; later ἐς. ἐς τὸ πῦρ leap into it, Hdt.2.66 ; εἰ. εἰς τὰ τείχη v.l. in X.Cyr.7.4.4 ; ἀνακειμένῳ εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμην S.Fr.756 ; [εἰς ἀσκόν] upon a bladder, Eub.8 ; ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο S.Ant.1345 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἅλλομαι), hineinspringen; πυρὸς κρατῆρας εἰσήλατο, in den Krater, Ep. ad. (VII, 124); ἐς τὸ πῦρ Her. 2, 66; bei Hom, πύλας, τεῖχος εἰσᾶλτο, Il. 12, 466. 13, 679, εἰσήλατο τεῖχος 12, 438; dagegen anstürmen, πύργον Pind. Ol. 8, 38; εἰς τὰ τείχη εἰσήλατο Xen. Cyr. 7, 4, 4; Plut. Cleom. 21; ἐπὶ κρατί μοι πότμος δυσκόμιστος εἰσήλατο Soph. Ant. 1326, stürzte auf mich ein. Im aor. II., εἰς τὸν αὐχένα εἰσαλοίμην, Soph. frg. 695.