ἡ, dowered, that has a dowry, Lat. dotata, Glossaria.
[Seite 725] Aussteuer bringend (?).
ὁ, ἡ, Α1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη2. το θηλ. νύφη με προίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -οικός + -φόρος].