νύφη
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek (Liddell-Scott)
νύφη: νυφόδωρος, ἴδε νύμφη Ι. 1.
Greek Monolingual
και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη)
1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη
2. η σύζυγος του γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά της πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ)
3. η σύζυγος ενός από τους αδελφούς ως προς τους αδελφούς του ή τις αδελφές του
4. (στον τ. νύμφη) γεννητικά ανώριμη αλλά μορφολογικά παρόμοια με το ενήλικο μορφή τών ημιμετάβολων εντόμων
5. (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Νύμφες
κατώτερες θεότητες της φύσης, προστάτιδες τών πηγών, τών δασών, τών δένδρων, τών σπηλαίων
6. φρ. «Νύμφη ανύμφευτε» — μία από τις προσηγορίες της Θεοτόκου
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα μικρά χείλη του γυναικείου αιδοίου
2. παροιμ. α) «νύφη μου, όχι όπως ήξερες αλλά όπως βρήκες» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες είναι αναγκαία η προσαρμογή
β) «όταν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νά 'χει ο πεθερός» — όταν αποφασίσει το ζευγάρι να παντρευτεί δεν επηρεάζεται από τρίτους
γ) «σένα τά λέω, πεθερά, για να τ' ακούει η νύφη» — λέγεται για έμμεση παρατήρηση ή για επιτίμηση
νεοελλ.-μσν.
μνηστή, αρραβωνιαστικιά
μσν.
1. κοίλωμα στους ώμους τών ίππων
2. φρ. «νύμφη χριστοῦ»
α) η Εκκλησία
β) αγία της χριστιανικής πίστης προκειμένου να δηλωθεί η συμβολική της ένωση με τον Χριστό
μσν.-αρχ.
η σύνευνος, η σύζυγος
αρχ.
1. νεαρή έγγαμη γυναίκα
2. κορίτσι που βρίσκεται σε ηλικία γάμου
3. μικρό κορίτσι
4. νερό
5. κούκλα
6. είδος μαλακόστρακου
7. η αιχμή στο υνί του αρότρου
8. το λακκάκι που βρίσκεται μεταξύ του κάτω χείλους και του πιγουνιού
9. εσοχή σε σχήμα αχηβάδας η οποία περιείχε άγαλμα ή τρίποδο ή κάτι παρόμοιο και η οποία υπήρχε στον τοίχο ναού ή οικίας, θύρωμα
10. η κλειτορίδα
11. στον πληθ. αἱ νύμφαι
οι πηγές
12. (κατά τον Φώτ.) «τῶν ῥόδων αἱ μεμυκυῖαι κάλυκες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μερικοί, ξεκινώντας από τη σημ. «νιόπαντρη», συνέδεσαν τη λ. με το λατ. ρ. nūbō «νυμφεύομαι» για γυναίκα και το αρχ. σλαβ. snubiti «διαλέγω σύζυγο» για άνδρα και την ανήγαγαν σε IE sneudh (πρβλ. νεφέλη, νέφος). Η άποψη όμως αυτή προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες, αφού το λατ. nŭbō έχει και τη σημ. «επικαλύπτω, σκεπάζω» (πρβλ. nubes «νέφος» και την ΙΕ ρίζα sneudh- «ομίχλη, νέφος»), εκτός κι αν υποτεθεί ότι η νύφη ονομάστηκε έτσι, λόγω του νυφικού πέπλου που καλύπτει το πρόσωπο της, όσο και σε μορφολογικές, όπως το δυσερμήνευτο έρρινο σύμφωνο -μ-—ίσως εκφραστικό— του αρχ. νύμφη. Κατ' επίδραση του νύμφη έχει σχηματιστεί πιθ. το λατ. lympha «Νύμφη». Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, για τη λέξη πως από αρχική σημ. «νεαρή γυναίκα, νεαρή κόρη σε ηλικία γάμου», κατά μία έννοια αντίθετη της παρθένου, εξελίχθηκε αφ' ενός στη σημ. «νιόπαντρη γυναίκα» και αφ' ετέρου χρησιμοποιήθηκε ως κύριο όν. για να δηλώσει τις Νύμφες, τις κατώτερες θεότητες της φύσης. Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. νύφη χωρίς το έρρινο -μ- για τη νιόπαντρη γυναίκα, ενώ στην επιστημονική ορολογία διατηρείται ο τ. νύμφη.
ΠΑΡ. νυμφαίος, νυμφεύω, νυμφίος, νυμφών(ας), νυ(μ)φικός
αρχ.
νυμφάς, νυμφάσματα, νύμφειος, νυμφίδες, νυμφίδιος, νύμφιος, νυμφιώ, νυμφώδης
μσν.- νεοελλ.
νυμφίδιο(ν), νυ(μ)φίτσα
νεοελλ.
νυφαδιακός, νυφιάτικος, νυφούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νυμφόληπτος
αρχ.
νυμφαγενής, νυμφαγέτης, νυμφόβας, νυμφογέννητος, νυμφόκλαυτος, νυμφοκόμος, νυμφότιμος, νυμφοτομώ, νυμφοτροφώ
αρχ.-μσν.
νυμφαγωγός, νυμφοστόλος
μσν.
νυμφοκοσμώ, νυμφοπρεπής, νυμφοφυλακτήριον μσν.-νεοελλ. νυ(μ)φοστολίζω
νεοελλ.
νυμφοειδές, νυμφομανής, νυμφομανία, νυμφοϋμενικός, νυφοθυγατέρα. (Β' συνθετικό σε -νυμφος) άνυμφος, μελλόνυμφος, νεόνυμφος, παράνυμφος
αρχ.
απόνυμφος, δύσνυμφος, εύνυμφος, κακόνυμφος, κλεψίνυμφος, λαθρόνυμφος, μισόνυμφος, ομόνυμφος, πολύνυμφος, σύννυμφος. (Β' συνθετικό σε -νύφη) νεοελλ. νιόνυφη, πλουσιονύφη].