φρατρικός
English (LSJ)
φρατρική, φρατρικόν, = φρατριακός, of a phratry, ἐκκλησία φρατρική = curiate assembly, Lat. comitia curiata, D.H.4.20.
German (Pape)
[Seite 1304] = φρατριακός; Ath. 185 c; ἐκκλησία φρατρική, die comitia curiata der Römer, D. Hal. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
φρατρικός: -ή, -όν, = φρατριατικός˙ ἐκκλησία φρατρικὴ = Λατ. comitia curiata, Διον. Ἁλ. 4. 20.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φράτρα / φρατρία]
φρατριατικός.