φρατρία
τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
English (LSJ)
v. φράτρα (phratry, tribe, association, brotherhood, clan, conspiracy, league).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
phratrie, association de citoyens liés par la communauté des sacrifices et des repas religieux, et formant une division politique à Athènes ; depuis Solon, il y eut trois phratries dans une tribu (φυλή) et trente familles (γένη) dans une phratrie ; Athènes, divisée en quatre tribus, comprenait donc douze phratries et 360 familles ; p. anal. la Curie à Rome.
Étymologie: φράτηρ.
Russian (Dvoretsky)
φρᾱτρία: эп.-ион. * φράτρα (ᾱτ) и φρήτρη ἡ
1) фратрия, колено: κατὰ φρήτρας Hom. по фратриям (в Афинах, согласно конституции Солона, каждая из четырех φυλαί делилась на 3 φρατρίαι, а каждая из фратрий - на 30 γένη) Plat., Isocr., Aeschin., Arst.;
2) (в Риме, лат. curia) курия Plut.
German (Pape)
[Seite 1303] ἡ, = φράτρα, Sp.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. φατρία.
Mantoulidis Etymological
(=φυλή, γένος) καί φράτρα ἤ φατρία, ἰων. φρήτρη, δωρ. πάτρα. Ἀπό τό οὐσ. φράτηρ φράτερος (=ἀδερφός, μέλος φρατρίας), (λατ. frater). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρατριάζω, φρατριασμός, φρατριαστής, φρατριατικός, φράτριος.
Translations
az: fratriya; be: фратрыя; ca: fratria; de: Phratrie; el: φρατρία; en: phratry; es: fratría; fa: بالاطایفه; fi: fratria; fr: phratrie; it: fratria; ja: フラトリア; nl: phratria; pl: fratria; pt: fratria; ru: фратрия; uk: фратрія; zh: 胞族