ἐπικύρωσις
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.
German (Pape)
[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).