επικυρώνω

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἐπικυρῶ, -όω) κυρώνω
προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.)
νεοελλ.
επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του»).