σπερχνός
English (LSJ)
ή, όν, (σπέρχω)
A hasty, hurried, ἄγγελοι A.Th.286; of diseases and pains, violent. Hp.Morb.2.64, Nat.Mul.35, al.: neut. as Adv., σπερχνὸν κοτέων Hes.Sc.454, al. II Act., hastening, pressing, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός). III εἶδος ἱέρακος, Hsch. (cf. περκνός 11).
German (Pape)
[Seite 920] schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.