πυρετός

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρετός Medium diacritics: πυρετός Low diacritics: πυρετός Capitals: ΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: pyretós Transliteration B: pyretos Transliteration C: pyretos Beta Code: pureto/s

English (LSJ)

ὁ, πυρετοῦ, (πῦρ)
A burning heat, fiery heat, φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (sc. Sirius) Il.22.31.
II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V.1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ πυρετοῦ Epigr.Gr.247 (Mysia); πυρετοὶ ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti.86a, etc. (v. sub. vocc.); διαλείποντες Arist.Pr.866a23.

German (Pape)

[Seite 821] ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.

French (Bailly abrégé)

πυρετοῦ (ὁ) :
1 chaleur ardente, ardeur;
2 fièvre.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρετός πυρετοῦ, ὁ [πῦρ] koorts.

Russian (Dvoretsky)

πῠρετός:
1 палящая жара, зной Hom.;
2 жар, горячка, лихорадка, Arph., Plat. etc.: οἱ διαλείποντες πυρετοί Arst. перемежающиеся лихорадки.

English (Autenrieth)

fever, Il. 22.31†.

English (Strong)

from πυρέσσω; inflamed, i.e. (by implication) feverish (as noun, fever): fever.

English (Thayer)

πυρετου, ὁ (πῦρ);
1. fiery heat (Homer, Iliad 22,31 (but interpreters now give it the sense of 'fever' in this passage; cf. Ebeling, Lex. Homer under the word; Schmidt, Syn., chapter 60 § 14)).
2. fever: Hippocrates, Aristophanes, Plato, and following; πυρετῷ μεγάλῳ, Galen de diff. feb. 1,1says συνηθες τοῖς ἰατροῖς ὀνομάζειν ... τόν μέγαν τέ καί μικρόν πυρετον; (cf. Wetstein on Luke, the passage cited)).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
η κατάσταση ατόμου που παρουσιάζει παθολογική ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία που συνοδεύεται συχνά από γενική κακοδιαθεσία και από διάφορα συμπτώματα («πυρετοὶ ἀμφημερινοί - τριταῖοι - τεταρταῖοι» — πυρετοί που εμφανίζονται κάθε τρίτη, τέταρτη ημέρα, Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετική ένταση, έντονη και ασυνήθιστη δραστηριότητα (α. «αθλητικό πυρετό αναμένεται να προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης η διοργάνωση του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης» β. «ο πυρετός του έρωτα»)
2. στον πληθ. οι πυρετοί
οι ελώδεις πυρετοί, οι πυρετοί που παρουσιάζονται σε περίπτωση ελονοσίας
3. φρ. α) «καταρρακτικός πυρετός τών προβάτων»
(κτην.) μολυσματική ασθένεια του προβάτου που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος μεταδίδεται από τα κουνούπια και προκαλεί κυάνωση της γλώσσας και άλλα συμπτώματα, όπως ρινίτιδες, εντερίτιδα, χωλότητα κ.λπ.
β) «ανθρακικός πυρετός»
(κτην.) ο βακτηριακός άνθρακας
γ) «γαλακτώδης πυρετός»
(κτην.) μεταδοτική νόσος που απαντά κυρίως στις παχιές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες και χαρακτηρίζεται από γενική πάρεση, μερικές φορές και από απώλεια συνείδησης που επέρχεται τη στιγμή του τοκετού
δ) «πυρετός της κοιλάδας του Ριφτ»
ιατρ. μολυσματική, τοξική νόσος κοινή στον άνθρωπο και στα μηρυκαστικά, που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται κλινικά από διαρροϊκή εντερίτιδα και εμετούς και ανατομικά από νεκρωτικές βλάβες του ήπατος
αρχ.
φλογερή θερμότητα, κάψα («φέρει πολλὺν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν [ενν. ο Σείριος]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ετος (πρβλ. νιφ-ετός, πάχ-ετος, συρφ-ετός)].

Greek Monotonic

πῠρετός: -οῦ, ὁ (πῦρ),
I. πυρωμένη θερμότητα, καυτή ζέστη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πυρετική θερμότητα, πυρετός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρετός: -οῦ, ὁ, (πῦρ) καίουσα θερμότης, πυρώδης θέρμη, καυστικὴ «ζέστη», φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσι (δηλ. ὁ Σείριος), Ἰλ. Χ. 31. ΙΙ. πυρετικὴ θερμότης πυρετός, θέρμη, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, κτλ.· θνήσκειν ἐκ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· - τὰ διάφορα εἴδη τῆς νόσου ταύτης ὅσα περιγράφει ὁ Ἱππ. εὕρηνται παρὰ τῷ Foës. Oecοn.· μάλιστα ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, π. ἀμφημέρινοι, τριταῖοι, τεταρταῖοι, οἱ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, οἱ κατὰ πᾶσαν τρίτην, κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν ἐπανερχόμενοι, Πλάτ. ΤίΜ. 8βΑ· διαλείποντες Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἴδε Foës. Oec. Hipp.

Middle Liddell

πῠρετός, οῦ, ὁ, [πῦρ]
I. burning heat, fiery heat, Il.
II. feverish heat, a fever, Ar., etc.

Chinese

原文音譯:puretÒj 匹雷拖士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:火
字義溯源:火中燒,熱病,熱;源自(πυρέσσω)=在火熱中) (πυρέσσω)出自(πυρά)=燃火),而 (πυρά)出自(πῦρ)*=火)。參讀 (ἀνάπτω)同義字參讀 (πῦρ)同源字
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(2);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 熱病(3) 路4:38; 路4:39; 徒28:8;
2) 熱(3) 太8:15; 可1:31; 約4:52

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fever

Afrikaans: koors; Albanian: ethe; Amharic: ትኩሳት; Arabic: حُمَّة, حُمَّى; Egyptian Arabic: سخنية; Hijazi Arabic: حرارة; Moroccan Arabic: سخانة; Armenian: տենդ, տաքություն, ջերմություն, կրակ; Aromanian: heavrã; Assamese: জ্বৰ; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܡܚܲܡܬܵܐ; Asturian: fiebre; Azerbaijani: qızdırma; Bashkir: биҙгәк; Basque: sukar; Belarusian: тэмпература, гарачка, жар, ліхаманка; Bengali: জ্বর; Berber Tashelhit: ⵜⴰⵡⵍⴰ; Bikol Central: kalentura; Bulgarian: температура, треска; Burmese: အဖျား; Catalan: febre; Cebuano: hilanat, kalentura; Chakma: 𑄎𑄧𑄢𑄴; Chamicuro: alijkwa'takochi; Chinese Mandarin: 發熱, 发热, 發燒, 发烧, 熱病, 热病, 熱病, 热病; Classical Nahuatl: tletl; Czech: horečka, teplota; Danish: feber; Dutch: verhoging, koorts; Esperanto: febro; Estonian: palavik; Faroese: fepur; Finnish: kuume; French: fièvre; Friulian: fiere; Galician: febre, quentura; Georgian: სიცხე, ციებ-ცხელება, ტემპერატურა; German: Fieber, Temperaturerhöhung; Gothic: 𐌱𐍂𐌹𐌽𐌽𐍉, 𐌷𐌴𐌹𐍄𐍉; Greek: πυρετός; Ancient Greek: βρύχετος, εἶρος, ἐκπύρωσις, θέρμη, καῦμα, καυμός, κραῦρα; Guaraní: akãnundu; Gujarati: તાવ; Hebrew: קַדַּחַת; Hiligaynon: hilanat; Hindi: बुख़ार, ज्वर; Hungarian: láz, hőemelkedés; Icelandic: hiti, hitasótt; Ilocano: gurigor; Indonesian: demam; Ingrian: žaaru, varitauti; Interlingua: febre; Iquito: ípanaca; Irish: fiabhras; Isnag: daxang; Italian: febbre; Japanese: 熱, 発熱; Kapampangan: lagnat; Kazakh: қызба; Khmer: គ្រុន; Korean: 열(熱), 열병(熱病), 발열(發熱); Kurdish Central Kurdish: تا; Northern Kurdish: ta, tasar, tagerm; Kyrgyz: калтыратма, безгек; Ladin: fiëura; Lao: ໄຂ້; Latin: febris; Latvian: drudzis; Lithuanian: karščiavimas; Lü: ᦺᦃᧉ; Macedonian: треска; Malagasy: fanaviana; Malay: demam; Maore Comorian: ɓuhuo; Navajo: tahoniigááh; Nepali: ज्वरो; Norman: fièvre; Norwegian Bokmål: feber; Occitan: fèbre; Old English: hriþ; Pali: pariḷāha, jararoga; Pangasinan: puetang; Pashto: تبه; Persian: تب; Plautdietsch: Feeba, Braunt; Polish: gorączka, temperatura; Portuguese: febre; Punjabi: ਤਾਪ, ਬੁਖ਼ਾਰ; Quechua: rupha; Romagnol: favarsena; Romanian: temperatură, febră; Romansch: fevra, feavra, feivra; Russian: температура, лихорадка, горячка, жар; Sanskrit: ज्वर; Sardinian: calentura, callantura; Scottish Gaelic: fiabhras; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̀зница; Roman: gròznica; Sicilian: frevi; Slovak: horúčka; Slovene: vročina; Somali: qandho; Sorbian Lower Sorbian: zymnica; Spanish: fiebre, calentura; Sumerian: 𒌓; Swahili: homa, harara; Swedish: feber; Tagalog: lagnat; Tajik: таб, табларза; Tamil: காய்ச்சல், ஜுரம், ஜ்வரம்; Tatar: бизгәк; Tausug: hinglaw; Telugu: జ్వరము, వేకి, పులకరము; Thai: ไข้; Tigrinya: ምርባጽ; Turkish: ateş; Turkmen: gyzzyrma; Ukrainian: гарячка, лихоманка, температура, жар, пропáсниця; Urdu: بُخار; Uyghur: قىزىتما; Uzbek: isitma, bezgak; Venetan: fevra, féra; Vietnamese: sốt; Volapük: fif; Walloon: five; Welsh: twymyn, achre; Yakan: lemmun; Yiddish: פֿיבער