καταστέλλω
English (LSJ)
fut. -
A στελῶ E.Ba.933 (for Aeol. forms v. κασπολέω): —put in order, arrange, [πλόκαμον] E. l. c.; equip, clothe, dress, κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλει Ar.Th.256, cf. Plu.2.69c. II let down, lower, τὰς ῥάβδους D.H.8.44; κ. τὰ βράγχια shut them, Plu.2.979c; press down, τὴν γλῶσσαν Gal.15.792. 2 repress, restrain, οἶκτον E.IA934; τὸν ὄχλον Act.Ap.19.35, cf. Wilcken Chr.10 (ii B.C., prob.); κ. τὰς ἐπιθυμίας Phld.Rh.2.284 S., cf. Arr.Epict.3.19.5; τοὺς νέους Plu.2.207e, cf. 547b, etc.:—Pass., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Apollod.Com.18; of persons, to be placed under restraint, reduced to order, PTeb.41.21 (ii B.C.), BGU1192.5 (i B.C.); also κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι of calm, sedate character, opp. τολμηρός, D.S.1.76, cf. Arr.Epict.4.4.10; κατεσταλμένον ἦθος D.S.10.3; κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Plu.Comp.Lyc.Num.3, cf. Ael.NA4.29, Arr. Epict.3.23.16. 3 Medic., reduce, τὰ ὑπερσαρκοῦντα Dsc.2.1.
German (Pape)
[Seite 1381] 1) anordnen, ordnen, πλόκαμον Eur. Bacch. 931; bekleiden, κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλη Ar. Thesm. 256. – 2) herab-, herunterlassen, senken, τὰς ῥάβδους D. Hal. 8, 44; – zurückhalten, hemmen, unterdrücken, auch stillen, besänftigen, Eur. I. A. 934; κιθάρα καταστέλλειν τὸ πυρῶδες (die Leidenschaftlichkeit) δυναμένη Ath. XIV, 624 a; Plut. de adul. et am. discr. 42; häufig bei Sp.; τὴν ταραχήν S. Emp. adv. eth. 131; D. Sic. 1, 76 stellt den τολμηροί entgegen οἱ κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι, von ruhigem, gelassenem Charakter; τὸ φρόνημα αὐτῷ κατέσταλται καὶ μεμείωται, ist gedemüthigt, Ael. A. H. 4, 29.