ἀσυντελής
English (LSJ)
ές,
A not contributing, useless, τοῖς κοινοῖς Them.Or.31.352c; πρός τι Hippiatr.Praef.2. Adv. ἀσυντελῶς, ἔχειν πρός τινας Sch.Pi.O.3.81. II = ἀσυντέλεστος, βίος M.Ant.3.8.
German (Pape)
[Seite 381] ές, 1) frei von Abgaben? übh. nichts b eitragend, nichts helfend, Synes. – 2) unvollkommen, Anton. 3, 8 βίος.