ἀσυντελής

From LSJ

ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυντελής Medium diacritics: ἀσυντελής Low diacritics: ασυντελής Capitals: ΑΣΥΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: asyntelḗs Transliteration B: asyntelēs Transliteration C: asyntelis Beta Code: a)suntelh/s

English (LSJ)

ἀσυντελές,
A not contributing, useless, τοῖς κοινοῖς Them.Or.31.352c; πρός τι Hippiatr.Praef.2. Adv. ἀσυντελῶς, ἔχειν πρός τινας Sch.Pi.O.3.81.
II = ἀσυντέλεστος, βίος M.Ant.3.8.

Spanish (DGE)

-ές
I 1incompleto, βίος M.Ant.3.8.
2 que no contribuye en nada, inútil ἀ. τοῖς κοινοῖς ... φιλοσοφία Them.Or.31.352c, cf. Hsch.
3 inmune a, exento de c. gen. οὐδὲ τὰ ἄλογα ἀσυντελῆ τῆς τιμωρίας Basil.M.31.312B.
4 ἀσυντελές· ἐκτὸς τοῦ τεταγμένου Hsch.
II adv. -ῶς inútilmente πρὸς ... τὰς ἄλλας ... ἔχει ἀ. Sch.Pi.O.3.81c.

German (Pape)

[Seite 381] ές, 1) frei von Abgaben? übh. nichts b eitragend, nichts helfend, Synes. – 2) unvollkommen, Anton. 3, 8 βίος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυντελής: -ές, ὁ μὴ συντελῶν εἰς τίποτε, ἄχρηστος, Θεμίστ. 352C, Συνέσ. ― Ἐπίρρ., ἀσυντελῶς ἔχειν πρός τινας Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 81. ΙΙ. = ἀσυντέλεστος, ἀσυντελὴς βίος Μ. Ἀντων. 3. 8.