καλόπους
English (LSJ)
ὁ,
A v. καλάπους.
κᾰλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with beautiful feet, Suid.: but
German (Pape)
[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.