ῑνος, ὁ, ἡ,
A many-barbed, σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.BC5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.Th. 36.
[Seite 661] ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.