χερσονησώδης
English (LSJ)
ες, later χερρ-,
A = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.
German (Pape)
[Seite 1351] ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.
ες, later χερρ-,
A = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.
[Seite 1351] ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.