ἀπερίστικτος
English (LSJ)
ον,
A not dotted round, opp. περιεστιγμένος, ἀ. διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; εὐθεῖα Gal.19.750.
German (Pape)
[Seite 288] em. für ἀπερίστερκτος, Procl. chrestom. fol. 8.
ον,
A not dotted round, opp. περιεστιγμένος, ἀ. διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; εὐθεῖα Gal.19.750.
[Seite 288] em. für ἀπερίστερκτος, Procl. chrestom. fol. 8.