μήπω
English (LSJ)
or μή πω, I as Adv. not yet, Od.22.431, etc.; ἀλλὰ μήπω τοῦτο (sc. σκοπεῖτε) D.21.90: in expostulation, μή τώ τι μεθίετε Il.4.234, 17.422, etc.; μήπω γε nay, not yet, A.Pr.631: folld. by πρίν, Il. 18.134, S.Ph.961, 1409 (anap.): c. opt. precantis, μήπω μανείη E.Hec. 1278; μήπω νοῦ τοσόνδ' εἴην κενή S.El.403. II as Conj., lest yet, κελόμην ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις . . λάθηται Od.9.102 (v. l.).
German (Pape)
[Seite 177] noch nicht; μήπω τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, lasset noch nicht nach, Il. 4, 234; Od. 23, 59 u. öfter; auch = μήπως, μήπω τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται, 9, 102; μήπω μ' ἐρώτα, frage mich noch nicht, Soph. O. R. 740; auch wohl = μήποτε, vgl. Soph. El. 395; Lob. Phryn. 458; Mein. Men. 401; μήπω γε, nur jetzt wenigstens noch nicht, Aesch. prom. 634; Soph. Phil. 1395.