μήπως

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήπως Medium diacritics: μήπως Low diacritics: μήπως Capitals: ΜΗΠΩΣ
Transliteration A: mḗpōs Transliteration B: mēpōs Transliteration C: mipos Beta Code: mh/pws

English (LSJ)

or μή πως, lest in any way, and after Verbs of fearing, lest perchance, freq. in Hom., written divisim, μή πως Od.4.396, etc.; οὐδέ τι ἴδμεν, μή πως… μενοινήσωσι that they will not... Il.10.101.

German (Pape)

[Seite 177] daß nicht irgendwie, u. nach den Verbis des Fürchtens, daß irgend wie, daß etwa, Hom. μήπως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς, Il. 5, 250 u. öfter; als zweifelnde, indirecte Frage, ob nicht etwa, ob nicht vielleicht, 10, 101.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

Russian (Dvoretsky)

μήπως: = μή πως (см. μή).

Greek (Liddell-Scott)

μήπως: ἢ μή πως, ὡς τὸ μή που, μὴ κατά τινα τρόπον, καὶ μετὰ τὰ φόβου σημαντικὰ ῥήματα, μήπως κατὰ τύχην καί..., συχν. παρ’ Ὁμ., ἑπόμενον, ὡς εἰκός, τῇ συντάξει τοῦ μή· ― ὡσαύτως διῃρημένως, μή πως, Ὀδ. Δ. 396, κτλ. ΙΙ. ἐν περιπτώσει ἀμφιβολίας ἢ ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, οὐδέ τι ἴδμεν μή πως καὶ διὰ νύκτα μενοινήσωσι μάχεσθαι Ἰλ. Κ. 101.

English (Autenrieth)

see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.

English (Strong)

or me pos from μή and -πώς; lest somehow: lest (by any means, by some means, haply, perhaps).

English (Thayer)

(G T, or μή πῶς L Tr WH) (μή and πῶς), (from Homer down);
1. a conjunction, lest in any way, lest perchance;
a. in final sentences, with an aorist subjunctive, preceded by a present βλέπειν, φοβεῖσθαι, R; Winer's Grammar, § 56,2b. α.; Buttmann, 242 (209)), (Buttmann, § 148,10; cf. Winer's Grammar, 474 (442)).
2. an interrogative particle, whether in any way, whether by any means: in an indirect question, with an indicative present (of a thing still continuing) and aorist (of a thing already done), I laid before them the gospel etc., namely, inquiring, whether haply etc.; Paul expects a negative answer, by which lie wished his teaching concerning Christ to be approved by the apostles at Jerusalem, yet by no means because he himself had any doubt about its soundness, but that his adversaries might not misuse the authority of those apostles in assailing tiffs teaching, and thereby frustrate his past and present endeavors; cf. Holmann at the passage (Buttmann, 353 (303). Others, however, take τρέχω as a subjunctive, and render lest haply I should be running etc.; see Winer's Grammar, 504 f (470), cf. Ellicott at the passage)). with the indicative (of a thing perhaps already done, but which the writer wishes had not been done) and the aorist subjunctive (of a thing future and uncertain, which he desires God to avert) in one and the same sentence, μήπως depends on γνῶναι; cf. Schott, Lünemann (Ellicott), at the passage; (Buttmann, 353 (304); Winer's Grammar, 505 (470))).

Greek Monolingual

(ΑΜ μήπως, Α και μή πως)
επίρρ.
1. (ιδίως μετά από ρήματα που φανερώνουν φόβο για να δηλώσει ενδοιασμό, απορία ή για να δηλωθεί κάτι το ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο ή επιθυμητό) μη τυχόν, μπας και... (α. «φοβάμαι μήπως του έτυχε κανένα κακό» β. «μήπως οὐδὲ σοῦ φείσηται», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (σε ρητορικές ερωτήσεις) χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι το οποίο είναι αντίθετο σε εκείνο που εκφράζει η ερώτηση (α. «μήπως έπρεπε εγώ να έλθω σπίτι σου;» β. «μήπως τολμάει να τήν πλησιάσει και κανείς»)
2. χρησιμοποιείται σε ευθείες ερωτήσεις για να δηλώσει απορία ή άγνοιαμήπως είδες τη μητέρα μου;»).

Greek Monotonic

μήπως: ή μήπως,
I. μήπως κατά κάποιο τρόπο, μήπως και κάπως, μήπως κατά τύχη, σε Όμηρ.
II. σε περίπτωση αμφιβολίας, ή σε πλάγιες ερωτήσεις, είτε ή όχι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

I. or μή, πως, lest in any way, lest any how, lest perchance, Hom.
II. in case of doubt, or in indirect questions, whether or no, Il.

Chinese

原文音譯:m»pwj 姆-坡士
詞類次數:連詞(12)
原文字根:不-?似的(這)
字義溯源:恐怕,惟恐,恐,只,免得,萬一;由(μή / μήγε / μήπου)*=否定,不)與(πώς / ποταπῶς)=未知如何)組成;其中 (πώς / ποταπῶς)出自(πού)=大約,某處),而 (πού)又出自(πορφυρόπωλις)X*=有些)
出現次數:總共(4);徒(1);林後(2);加(1)
譯字彙編
1) 惟恐(1) 加4:11;
2) 只(1) 林後11:3;
3) 萬一(1) 林後9:4;
4) 恐(1) 徒27:29

English (Woodhouse)

by no means, not a bit, not in the least

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search