σωφρονίζω
English (LSJ)
A recall a person to his senses, chasten, E.Fr.209, Pl.Grg.478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σ. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc. 2 of passions, things, etc., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ σ. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς σ. to pant less violently, E.HF869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.
German (Pape)
[Seite 1062] zur Besonnenheit bringen, klug machen, witzigen, bessern, durch Ermahnungen od. Strafen; οὐδέ σ' αἱ τύχαι σεσωφρονίκασιν, Eur. Troad. 350; Antiph. 4 γ 2; Thuc. 6, 78; σωφρονίζει καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ ἡ δίκη, Plat. Gorg. 478, l, u. öfter; dah. auch strafen, züchtigen, δι' ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι, Phaed. 69 a; im Zaum halten, τὴν λαγνείαν λιμῷ, Xen. Mem. 2, 1, 16, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Alex. 21.