πεῖνα
English (LSJ)
Ion. πείνη, ης, ἡ,
A hunger, famine, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407 ; πεῖνα (v.l. πείνη ) καὶ δίψα Pl.R.585a ; δίψαν . . καὶ πεῖναν ib.437d ; δίψα καὶ πεῖνα Arist. de An.414b11 ; πείνην τε καὶ δίψος Pl.Phlb.34d ; πείνη ib. 31e, Ly.221a : pl., δίψαι καὶ πεῖναι Arist. Rh. 1389a9. 2 metaph., hunger or longing for a thing, διὰ μαθημάτων πείνην Pl.Phlb.52a. (In nom. and acc. sg. Pl. usu. has πείνη -ην, v. supr.)
German (Pape)
[Seite 544] ἡ, ion. u. ev. πείνη, welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit πένομαι, πένης?). Hunger, Hungersnoth; Od. 15, 407; πεῖνα καὶ δίψα, Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.