ἠρινός
English (LSJ)
ή, όν, (ἦρ)
A = ἐαρινός, ἄνεμος Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as Adv., in spring, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.
German (Pape)
[Seite 1176] = ἐαρινός (was zu vgl.); λειμών Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; χειμών Ael. N. A. 3, 13.