ἐκπολιορκέω

Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

   A force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc. : metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10 :—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117 ; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.

German (Pape)

[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.