ἐκπολιορκέω

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολιορκέω Medium diacritics: ἐκπολιορκέω Low diacritics: εκπολιορκέω Capitals: ΕΚΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: ekpoliorkéō Transliteration B: ekpoliorkeō Transliteration C: ekpoliorkeo Beta Code: e)kpoliorke/w

English (LSJ)

force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc.: metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10:—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3: metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.

Spanish (DGE)

1 forzar la rendición o la capitulación de, obligar a rendirse a ciudad o pers. sitiadas (Βυζάντιον) Th.1.94, cf. D.7.27, αὐτήν (Τροίαν) Isoc.5.112, τὰ Ἱεροσόλυμα I.BI 4.412, cf. Philoch.160, Plb.4.61.4, LXX Io.7.3, D.S.14.16, Parth.23, τὴν βαρυτάτην πόλιν ἐν τρισὶν ἡμέραις Plb.3.60.9, τοὺς ἐπὶ τὰ ... ἐρύματα συμπεφευγότας Plb.3.117.12, τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόντας Philipp.Maced.2, cf. X.HG 2.4.3, Τρεβώνιον Str.14.1.37, cf. I.Ap.152, App.BC 1.101, τοὺς ἀδικοῦντας τὸν Ἑλένῃ συνοικοῦντα Lib.Decl.4.59, c. dat. instrum. αὐτὸν ... ἐξεπολιόρκησαν λίμῳ de una pers. encerrada en un santuario, Th.1.134
en v. pas. ἐξεπολιορκήθησαν ἐνάτῳ μηνί Th.1.117, βίᾳ ὑπ' Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθείς Th.1.131, cf. D.11.5, Arist.Ath.19.3, Fr.394, IG 22.211.3 (Ática IV a.C.), Str.5.3.11, 8.4.2, Paus.1.25.6, ἐκπεπολιορκημένους ὑπὲρ τῆς φιλίας τῆς ὑμετέρας Isoc.14.26, cf. 4.141, ἐκπολιορκηθέντος τοῦ τυράννου τοῦ ἐν τᾷ πόλει IPr.37.112 (II a.C.), ἕως ἂν ἐκπολιορκηθῇ τὸ χωρίον I.AI 14.87.
2 fig. vencer la resistencia, doblegar ἐξεπολιορκήσαμεν δ' αὐτὸν πάνυ ἀληθεῖ καὶ δικαίῳ λόγῳ vencimos su resistencia con un argumento bien sincero y justo Chio 10.1, τὴν ψυχήν Ph.1.83, cf. Luc.Cal.19, Cyr.Al.Luc.1.89.15, τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνον ref. a la superioridad de una pers., Luc.Cal.12, en v. pas. ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.37.2.3, πανταχόθεν δὲ ἦν ἐκπεπολιορκημένος de una pers. dominada por la pasión, Charito 2.8.1.
3 en v. med. rendirse, capitular el hombre ante el mal, Arr.Epict.1.28.21.

German (Pape)

[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Übergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.

French (Bailly abrégé)

ἐκπολιορκῶ :
réduire ou prendre après un siège ; Pass. être forcé de capituler après un siège.
Étymologie: ἐκ, πολιορκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπολιορκέω:
1 принуждать осадой к сдаче, брать в результате осады (πόλιν Thuc., Xen., Plut.): προσκαθεζόμενοι ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ Thuc. обложив (город), они голодом вынудили (его) сдаться; ἐκπεπολιορκημένοι Plut. сдавшиеся на капитуляцию;
2 принуждать осадой к отступлению (ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολιορκέω: ἐξαναγκάζω πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, ἀναγκάζω νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι αὐτόθι 131.

Greek Monotonic

ἐκπολιορκέω: μέλ. -ήσω, αναγκάζω μία πολιορκούμενη πόλη να παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to force a besieged town to surrender, Thuc., Xen.:—Pass. to be forced to surrender, Thuc.

Lexicon Thucydideum

expugnare, to storm, take by assault, 1.94.2. 3.94.2, 4.8.8, 4.26.4. 5.32.1,
PASS. 1.117.3. 1.131.1 (de Pausania concerning Pausanias), 4.19.1. 7.14.3. 7.75.5.