ηνος, ὁ, ἡ,
A un-Greek, outlandish, ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον A.Supp.234 (ἀνελληνόστολον Bothe).
[Seite 222] ηνος, ungriechisch, στόλος Aesch. Suppl. 231.