καμαρεύω
English (LSJ)
σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.
σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.
[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.