καμαρεύω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμαρεύω Medium diacritics: καμαρεύω Low diacritics: καμαρεύω Capitals: ΚΑΜΑΡΕΥΩ
Transliteration A: kamareúō Transliteration B: kamareuō Transliteration C: kamareyo Beta Code: kamareu/w

English (LSJ)

σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰρεύω: «σωρεύω. φιλοπονῶ. πορίζω. κακαπαθῶ. συνάγω» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.).

Greek Monolingual

καμαρεύω (Α) καμάρα
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω»
2. (το θηλ. της μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα
«φιλοπονοῦσα, πορίζουσα».