σιναρός

Revision as of 19:34, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_2)

English (LSJ)

ά, όν, (σίνομαι)

   A hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σ. Id.Fract.33, Art.60.

German (Pape)

[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.