σινδρός
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, auch σίνδρων, ὁ, abgekürzt statt σιναρός, = βλαπτικός, πονηρός, Schaden stiftend, schädlich, Hesych. u. Suid. – Aber bei Ath. VI, 267 b = δουλέκδουλος, was man daraus erklärt, daß ein für allemal angenommen ward, der Knecht sei stets nur auf des Herrn Schaden bedacht.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σιναρός, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται στη γεν. πληθ. σινδρῶν. Έχει σχηματιστεί < θ. σιν- του σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» με επίθημα -ρός (πρβλ. ξηρός, χλωρός) και δυσερμήνευτο πρόσφυμα -δ-, που, κατά μία άποψη, αναπτύχθηκε αναλογικά προς το σχήμα ἀνέρος: ἀνδρός (βλ. λ. άνδρας), πρβλ. σιναρός: σινδρός. Ο τ. επιβεβαιώνεται επίσης από το νεώτερο σίνδρων, σχηματισμένο κατά το σινδρός με επίθημα -ων, και το ανθρωπωνύμιο Σίνδρων].