μερμαίρω

Revision as of 19:34, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

   A = μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.