Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μερμηρίζω

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερμηρίζω Medium diacritics: μερμηρίζω Low diacritics: μερμηρίζω Capitals: ΜΕΡΜΗΡΙΖΩ
Transliteration A: mermērízō Transliteration B: mermērizō Transliteration C: mermirizo Beta Code: mermhri/zw

English (LSJ)

fut. -ίξω Od.16.261: Ep. aor. μερμήριξα (V. infr.):
I intr., to be anxious or thoughtful, to be in doubt: followed by ὡς, etc., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ was debating how he should... Il.2.3; μερμήριξε... ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον 14.159; μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554: more freq. διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ... ἦεdebated anxiously whether... or... Il.1.189; μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ... ἦ… 5.671; δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ... ἦ… Od.22.333; δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἢ... ἦ… 16.73: c. aor. inf., διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι debated anxiously with himself, whether to turn back and fight (or not…), Il.8.167, cf. Od.10.438: with inf. in first clause and in second, μερμήριξε… κύσσαι καὶ περιφῦναι... ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο 24.235 sq.: c. acc. rei, ἦ τιπερὶ Τρώων… μερμηρίζεις; Il.20.17.
II trans., devise, contrive, πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων Od.1.427; ἀεικέα μ. 4.533, al.; δόλον… ἐνὶ φρεσὶ μ. 2.93; φόνον ἡμῖν μερμηρίζει ib.325; εἰ δύνασαί τιν' ἀμύντορα μερμηρίξαι 16.256.—Ep. Verb, censured in Prose by Luc.Hist.Conscr. 22, Bis Acc.2.

German (Pape)

[Seite 135] sorgen, sich besinnen, hin- u. herdenken; ἀλλ' ὅγε μερμήριξε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ, Il. 2, 3; mit ὅπως, 14, 159 Od. 9, 554. 15, 169; περί τινος, Il. 20, 17; bes. = zweifelhaft sein, ἦτόρ οἱ ἐν στήθεσσιν διάνδιχα μερμήριξεν, 1, 189 u. öfter, μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ – ἤ, 5, 671; auch δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ – ἤ, Od. 22, 333 u. öfter; c. inf. aor., Od. 10, 438 Il. 8, 167; auch so, daß ein int., κύσσαι, auf ἤ folgt, Od. 24, 235. – Mit dem acc. = ersinnen, ausdenken, πολλὰ φρεσίν, Od. 1, 427, φόνον μνηστήρεσσιν, 19, 2, öfter; ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀεικέα μερμηρίζων, 4, 533; δόλον, 2, 93, ἀμύντορα, 16, 256. 261. – Sonst hat das Wort nur in homerischer Nachahmung, μερμηρίζω κατὰ φρένα, Luc. bis accus. 2.

French (Bailly abrégé)

f. μερμηρίξω, ao. épq. μερμήριξα, postér. ἐμερμήρισα;
1 intr. s'inquiéter, être en peine : περί τινος, de qqn ; δίχα OD ou διάνδιχα IL être incertain, inquiet ; ὡς ou ὅπως ou ᾧ τρόπῳ LUC s'inquiéter comment, de quelle manière, etc. ; ἢ… ἤ OD si… ou si ; avec un inf. : s'inquiéter de faire;
2 tr. méditer, machiner : τί τινι, qch contre qqn.
Étymologie: μέρμηρα.

Russian (Dvoretsky)

μερμηρίζω: (fut. μερμηρίξω, эп. aor. μερμήριξα) (тж. μ. φρεσί, κατὰ φρένα и κατὰ θυμόν Hom.)
1 раздумывать, размышлять (περί τινος Hom.): δίχα φρεσὶ μ. Hom. сомневаться, колебаться;
2 придумывать, замышлять, затевать (δόλον, φόνον τινί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μερμηρίζω: μέλλ. -ίξω, Ὀδ. Π. 261· Ἐπικ. ἀόρ. μερμήριξα (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. ἀπομερμηρίζω: (μέρμερος): 1) ἀμετάβ., εἶμαι πλήρης μεριμνῶν, ἔμφροντις, διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, μεριμνῶ, διαλογίζομαι, σκέπτομαι, συχνάκις παρ’ Ὁμήρ., μερμ. φρεσί, κατὰ φρένα, κατὰ θυμόν, κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν· καὶ ὅτανμέριμνα ἐκφέρηται ἐπὶ τὸ ζωηρότερον, δίχαδιάνδιχα μερμηρίζειν, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο ἰδεῶν, διατελεῖν ἐν στενοχώρῳ ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλειν, μητρὶ δ’ ἐμῇ δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει Ὀδ. Π. 73· ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν Ἰλ. Α. 189, κ. ἀλλ. - Συντάσσ.: ἑπομένου ὡς..., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ, ἐσκέπτετο καθ’ ἑαυτὸν πῶς ἔπρεπε νά..., Ἰλ. Β. 3· μερμήριξεν..., ὅππως ἀπάφοιτο Διὸς νόον Ξ. 159· μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Ὀδ. Ι. 554· ἀλλὰ συχνότατα, διάνδιχα μερμήριξεν ἤ..., ἠέ..., Ἰλ. Α. 189, πρβλ. Ε. 671, Ὀδ. Χ. 333· ὡσαύτως, δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἤ..., ἤ..., Π. 73· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ. ἀορ., διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι, διελογίζετο καθ’ ἑαυτόν, - νὰ στραφῇ ὀπίσω καὶ πολεμήσῃ (ἢ οὐχί), Ἰλ. Θ. 167, πρβλ. Ὀδ. Κ. 438· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφάτου ἐν τῷ πρώτῳ κώλῳ καὶ ἢ ἐν τῷ δευτέρῳ, μερμήριξε... κύσσαι καὶ περιφῦναι..., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο Ω. 235 κἑξ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγματος, ἦ τι περὶ Τρώων... μερμηρίζεις; Ἰλ. Υ. 17. ΙΙ,. μεταβ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων Ὀδ. Α. 427· ἀεικέα μερμ. Δ. 533, κτλ.· δόλον... ἐνὶ φρεσὶ μερμ. Β. 93· φόνον ἡμῖν μερμηρίζει Β. 325· εἰ δύνασαί τιν’ ἀμύντορα μερμηρίξαι Π 256· - Ἐπικ. ῥῆμα, ὡς παρατηρεῖ ὁ Λουκ. ἐν τῷ Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγράφ. καὶ ἐν τῷ Δὶς κατηγορ.

English (Autenrieth)

aor. μερμήριξα: ponder, wonder, reflect, trans., think over, Od. 1.427; freq. w. δίχα, διάνδιχα, of a mind hesitating between two resolves, Il. 1.189, Od. 16.73; foll. by ἤ (ἢ.. ἦ), also ὡς, ὅπως, and by inf., Od. 24.235; ‘imagine,’ Od. 16.256, 261.

Greek Monolingual

μερμηρίζω (Α)
1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ' ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες», Ομ. Οδ.)
2. (συχνά με τα δίχα, διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ ὅγε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος... ἠὲ χόλον παύσειεν», Ομ. Ιλ.)
3. μηχανεύομαι, επινοώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμερος «αυτός που προκαλεί φροντίδα, ανήσυχος» με μακρότητα του -ε- της β' συλλαβής, πιθ. για τις μετρικές ανάγκες του έπους. Το ρ. είναι καθαρά ομηρικό. Μετά τον Όμηρο δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο σε κωμωδίες, για να παρωδήσει το ομηρικό ύφος (πρβλ. απομερμηρίσαι «ξέχνα τις έγνοιες σου»)].

Greek Monotonic

μερμηρίζω: (μέρμερος), μέλ. -ίξω, Επικ. αόρ. αʹ μερμήριξα·
I. αμτβ., είμαι γεμάτος έγνοιες, είμαι ανήσυχος ή σκεπτικός, έχω αμφιβολίες, σε Όμηρ.· δίχα ή διάνδιχα μερμηρίζειν, στέκομαι ανάμεσα σε δύο απόψεις, στον ίδ.
II. μτβ., μηχανεύομαι, επιδιώκω, δόλον ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· φόνον ἡμῖν μερμηρίζει, στο ίδ.

Middle Liddell

μέρμερος
I. intr. to be full of cares, to be anxious or thoughtful, to be in doubt, Hom.; δίχα or διάνδιχα μερμηρίζειν to halt between two opinions, Hom.
II. trans. to devise, contrive, δόλον ἐνὶ φρεσὶ μερμ. Od.; φόνον ἡμῖν μερμηρίζει Od.