μεσήρης
English (LSJ)
poet. μεσσ-, ες,
A in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.
German (Pape)
[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.