μεσσήρης
From LSJ
English (LSJ)
v. μεσήρης. μεσσίδιος· μέσος, ἶσος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 141] ες, u. μεσσόθι, poet. = μεσήρης, μεσόθι.
French (Bailly abrégé)
poét. p. μεσήρης.
Russian (Dvoretsky)
μεσσήρης: Eur. = *μεσήρης.
Greek (Liddell-Scott)
μεσσήρης: ἴδε ἐν λ. μεσήρης.
Greek Monolingual
μεσσήρης, -ῆρες (Α)
βλ. μεσήρης.
Greek Monotonic
μεσσήρης: βλ. μεσ-ήρης.