διαζευκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου -κούς (sc. λόγους), title of work by Chrysipp., Stoic.2.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.9.27.
German (Pape)
[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.